2η ΙΣΤΟΡΙΑ (SHORT STORY): «Το Σεντούκι»
Το κρύο έκανε τα κόκαλα του να τρίζουν.
Αναγκαζόταν να κρατάει με το ένα του χέρι, την κουκούλα της κάπας του για να
μην την πάρει ο αέρας. Απέναντί του, βρίσκονταν τα πανύψηλα τείχη της πόλης.
Ήταν πραγματικά αδύνατο να μπει μέσα μόνος του, χωρίς βοήθεια. Σφύριξε άλλη μια
φορά όσο πιο δυνατά μπορούσε, γιατί η δύναμη του αέρα σχεδόν μηδένιζε τους
ήχους. Ο χρόνος περνούσε και δεν έβλεπε καμία κίνηση. Θα ήταν κρίμα να πάει όλο
αυτό το ταξίδι χαμένο. Τόσος καιρός στο δρόμο. Τόσες προσπάθειες και κόποι. Ένα
όνειρο ζωής, το οποίο απείχε ελάχιστα από την ολοκλήρωσή του.
Στην αρχή, νόμισε πως έκανε λάθος. Μετά, σιγά
σιγά, το αμυδρό φως που είχε διακρίνει για μια και μόνο στιγμή, πήρε τη μορφή
δάδας. Μια μικρή σιδερένια πόρτα είχε ανοίξει, ίσα για να χωρέσει να περάσει το
χέρι που κρατούσε τη δάδα. Ο άγνωστος συνεργάτης είχε τελικά έρθει. Επιτέλους,
μπορούσε να περάσει στο τελευταίο μέρος του ταξιδιού του.
Κατέβασε την κουκούλα χαμηλά στο πρόσωπό του και
με αργά βήματα, άρχισε να περπατάει προς την πόρτα...